- σηνέκιο
- το, Νβλ. σενέκιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σενέκιο — και σηνέκιο, το, Ν βοτ. μεγάλο κοσμοπολιτικό γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σύνθετα τής τάξης αστερώδη και περιλαμβάνει 1.500 περίπου είδη με μεγάλη ποικιλομορφία, από τα οποία στην Ελλάδα απαντούν αυτοφυή 24 είδη … Dictionary of Greek